-
1 фрахтовать
-
2 зафрахтовать
зафрахтоватьсов, зафрахтовывать несов мор. ναυλώνω πλοϊο[ν]. -
3 фрахтовать
фрахт||ова́тьнесов ναυλώνω πλοίο. -
4 чартер
(договор ο фрахтовании судна) η ναύλωση (του πλοίου)το ναυλοσύμφωνοсдавать судно в наём по - у δίνω/καταχωρίζω το πλοίο/σκάφος προς/για -бэрбоут - «γυμνού» (χωρίς εξαρτισμό) πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чартер
-
5 зафрахтовывать
(судно) ναυλώνω (το πλοίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зафрахтовывать
-
6 отфрахтовывать
(сдавать судно в наём) ναυλώνω (το πλοίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отфрахтовывать
См. также в других словарях:
ναυλώνω — και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, όω, Μ και ναυλώνω) [ναύλον] 1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῡντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι… … Dictionary of Greek
ναυλώνω — ναύλωσα, ναυλώθηκα, ναυλωμένος 1. για ιδιοκτήτη πλοίου, παραχωρώ τη χρήση πλοίου με πληρωμή, εκμισθώνω πλοίο. 2. για ναυλωτές, παίρνω πλοίο, μισθώνω πλοίο με ναύλο: Ναυλώσαμε ένα πλοίο για κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… … Dictionary of Greek
ναυλώσιμος — ναυλώσιμος, ον (Α) [ναυλώνω] (για πλοίο και για υποζύγιο) αυτός που προορίζεται για ναύλωση ή αυτός που μπορεί να ναυλωθεί … Dictionary of Greek
ναύλωση — η έγγραφη σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαθέσει στον άλλο το πλοίο του για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου και συμφωνείται το ανάλογο χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ναύλωσις,… … Dictionary of Greek